Δεν ήταν μια δίκαιη δίκη. Ήταν δίκη σκοπιμοτήτων.
Θέλουμε δικαιοσύνη.
Η δίκη των μαθητών που συνελήφθησαν στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στη Λάρισα και κατηγορήθηκαν σαν τρομοκράτες, δεν ήταν μια δίκαιη δίκη, αλλά δίκη σκοπιμοτήτων.
Η απόφαση του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Λάρισας είναι ένας συμβιβασμός, που αναγκάστηκε να κάνει το δικαστικό κατεστημένο και οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που το στηρίζουν, μπρος στην κινητοποίηση υπεράσπισης των παιδιών και των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών και καταδίκης του τρομονόμου και της παράνομης και παράλογης χρήσης του, αλλά και της καταδίκης της δίωξης των παιδιών ακόμη και από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ Χ. Καστανίδη, τον οποίο ευχαριστώ για τη στάση που τήρησε.
Λοιπόν η δίκη έγινε. Όπως το θέλησαν οι διώκτες των παιδιών. Μα επειδή η φωλιά τους είναι λερωμένη, μας έδωσαν νέα επιχειρήματα για να τους επιστρέψουμε στα κεφάλια τους τη βία που εξαπόλησαν εναντίον των παιδιών.
Όταν οι μαρτυρίες των αστυνομικών και η καταγγελία τους απ την υπεράσπιση, σαν ψευδομαρτυριών, με μάρτυρες που δεν μπορούν να διαψευστούν, αλλά ακόμη και με φωτογραφίες, αντιμετωπίζονται με το επιχείρημα «γιατί να πουν ψέματα οι αστυνομικοί», πράγμα που ευθέως υπονοεί ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης «μπορούν να πουν ψέματα», αντί οι δικαστές να στηρίξουν την κρίση τους πάνω σε αντικειμενικά στοιχεία, αυτό και μόνο δείχνει ότι δεν ήταν μια δίκαιη δίκη. Ποιος μπορεί να θεωρήσει δίκαιη μια δίκη όπου οι δικαστές τηρούν μια τέτοια στάση, παραβιάζοντας καταφανώς το θεμελιώδες άρθρο 4, παραγραφος 1 του συντάγματος που λέει ότι οι έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Δεν προβλέπει ούτε ένα προνόμιο των αστυνομικών, πόσο μάλλον μεγαλύτερη αξιοπιστία της μαρτυρίας τους και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη που να υπερισχύει ακόμη και των φωτογραφιών. Ούτε καν η αξιοπιστία του προέδρου της δημοκρατίας δεν προβλέπεται να είναι μεγαλύτερη των υπολοίπων πολιτών. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
Η τιμωρία των ψευδομαρτύρων θα ήταν δείγμα δίκαιης δίκης. Αυτό ναι. Αλλά δεν έγινε… Ποιος έλληνας μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί να βρει το δίκιο του, όταν οι δικαστές τηρούν μια τέτοια στάση;
Δεν αμφισβητώ την προσωπική εντιμότητα και ειλικρίνεια των δικαστών. Μάχομαι τις ιδέες τους, όχι τα πρόσωπα, την προσωπικότητά τους. Δεν είναι οι δικαστές σαν πρόσωπα, που ορίζουν τα πράγματα στη δικαιοσύνη. Είναι θέμα θεσμών και κοινωνικών σχέσεων. Αυτό σημαίνει πως η στάση των δικαστών εξαρτάται απ τη στάση απέναντι στη δικαιοσύνη των τάξεων που έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν και να κατευθύνουν τα ζητήματα δικαίου. Και η στάση αυτή είναι χαρακτηριστική στην Ελλάδα: απόλυτη περιφρόνηση του συντάγματος.
Υπήρξε παντελής έλλειψη αντικειμενικών στοιχείων απ την πλευρά των διωκτικών αρχών, αστυνομίας και δικαστικών. Καμιά σύλληψη επ αυτοφόρω. Κανένα αντικειμενικό στοιχείο. Μόνο προσωπικές μαρτυρίες των αστυνομικών. Τον ακολούθησα ή τον εντόπισα αργότερα, τον αναγνώρισα, τον συνέλαβα. Έτσι όμως δεν μπορεί να συλληφθεί ο καθένας; Ποιος μπορεί να εξαιρεθεί; Αρκεί να καταθέσει ένας αστυνομικός. Αφού η μαρτυρία του έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία ακόμη και από φωτογραφία. Ακόμη και από φωτογραφίες.
Το καθεστώς που πλασάρει για δικαιοσύνη αυτό το μηχανισμό δίωξης των πολιτών με κάθε μέσο, περιφρονώντας τη λογική των ελεύθερων πολιτών, θα πρέπει να κληθεί να λογοδοτήσει δημόσια, μπροστά σ όλη την κοινωνία. Τότε οι Έλληνες που σιωπούν ή που ανέχονται να καταπατούνται τα ανθρώπινα και συνταγματικά δικαιώματα συμπολιτών τους, θ αναγκαστούν να πάρουν θέση. Και το ζήτημα της δικαιοσύνης θα τεθεί. Πρέπει να τεθεί.
Πήγαμε στο δικαστήριο για να καταγγείλουμε και όχι για να μας μαλώσουν ή να μας ψέξουν για κάτι.
Με ρώτησαν αν πιστεύω ότι η κόρη μου πετούσε πέτρες. Τους απάντησα ότι αν το ζήτημα αφορούσε το αν η κόρη μου πετούσε πέτρες, πιθανόν να το συζητούσα και η θέση μου, αν αποδεικνυόταν κάτι τέτοιο, να ήταν διαφορετική. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση το κατηγορητήριο μιλάει για τρομοκρατική οργάνωση, που όπως τους επισήμανα, αυτό όπως έγινε, είναι έγκλημα σε βάρος των παιδιών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν, πιστεύω την κόρη μου και δεν πιστεύω αντίθετα, τους αστυνομικούς, που δηλώνουν αναληθή στοιχεία –σαν σε καρμπόν όλοι- στην αρχή της κατάθεσής τους, που αποδεικνύονται με μάρτυρες και με φωτογραφίες και μου δίνουν κάθε δικαίωμα να μην πιστεύω όσα αναφέρουν στη συνέχεια της κατάθεσής τους.
Έκαναν φανερό ότι δεν τους άρεσε η αναφορά μου στις αναλήθειες των αστυνομικών. Ο πρόεδρος μάλιστα θέλησε ν αμφισβητήσει τη φωτογραφία που του παρουσίασε η δικηγόρος μου, λέγοντας ότι μπορεί ν αφορά άλλη διαδήλωση που γινότανε την ίδια ώρα στην πόλη, αλλά τον διόρθωσε συνάδελφός του, λέγοντας ότι δεν υπήρξε άλλη διαδήλωση την ίδια ώρα.
Τότε ο εισαγγελέας με ρώτησε αν «αποκαλώ δικαστικούς, εγκληματίες». Του απάντησα ότι δεν το λέω εγώ, αλλά το ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου και των φορέων της πόλης, μεταξύ αυτών και του δικηγορικού συλλόγου, στο οποίο αναφέρεται ότι το κατηγορητήριο είναι εκτός του γράμματος και του πνεύματος του νόμου. Δεν πρόλαβα να τους επισημάνω ότι το ψήφισμα λέει επίσης ότι «τόσο η άσκηση ποινικής δίωξης με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο, όσο και η προσωρινή κράτηση των 4 απ τους συλληφθέντες έγινε καθ υπέρβαση των σχετικών διατάξεων του συντάγματος, του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας» και ο πρόεδρος διέκοψε με αγένεια την κατάθεσή μου, λέγοντας πως δεν είναι αυτός ο χώρος για να βγάζω δελτίο τύπου.
Πως μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη μια Δίκη, όταν γίνονται τόσο σοβαρές καταγγελίες και οι δικαστές αποφεύγουν να πάρουν θέση, αλλά με τη στάση τους αποθαρρύνουν τους μάρτυρες και καλύπτουν τους συναδέλφους τους που –τουλάχιστον- παρανόμησαν (όπως καταγγέλλει σαφώς, το ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου);
Θα πρέπει να στιγματιστεί η στάση των βουλευτών της πόλης μας, που σ ένα τέτοιο καίριο ζήτημα δημοκρατίας και εκτροπής των θεσμών, που απ τη θέση τους θάπρεπε να τεθούν επικεφαλής του κινήματος υπεράσπισης της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των πολιτών, αυτοί προτίμησαν τη σιωπή και την αποχή.
Φωτεινή εξαίρεση η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ Ηρώ Διώτη, που συμμετείχε σ όλο το φάσμα των κινητοποιήσεων και έδωσε όλο τον εαυτό της στην υπόθεση αυτή.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί και να τονιστεί η στάση και η συνεισφορά των ανθρώπων του τύπου και των ΜΜΕ της πόλης, που δίνει κουράγιο και αποτελεί στήριγμα για κάθε δημοκράτη, για τη διεκδίκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του.
Το κίνημα υπεράσπισης των παιδιών και καταγγελίας του τρομονόμου και της παράνομης και τρομοκρατικής χρήσης του απ το επίσημο κράτος, που συνένωσε ανθρώπους απ όλο το πολιτικό φάσμα και ποικίλων πεποιθήσεων, που από πολλούς δεν περνούσε καν απ το μυαλό τους ότι θα μπορούσε αυτό να συμβεί, αν δεν είχε συμβεί, δείχνει στην πράξη ότι υπάρχουν ζητήματα, που μπορούν να ενώσουν και να συγκροτήσουν κίνημα στο οποίο συμμετέχουν ή το υποστηρίζουν, πολίτες ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις και κομματικές εντάξεις.
Αυτό το κίνημα αν το πιστέψουμε, μπορούμε να το πλατύνουμε ακόμα περισσότερο και να πετύχουμε την αθώωση και των 2 παιδιών που καταδικάστηκαν άδικα και των ενηλίκων που παραπέμπονται με πλημμελήματα, αλλά μπορούμε να πετύχουμε κι ακόμη περισσότερα.
Στην Ελλάδα του 2010 αξίζει μια ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ δικαιοσύνη, αν όχι για το παρόν, σίγουρα για το παρελθόν, που περιπλανιέται στις ψυχές των ανθρώπων αυτού του τόπου. Οι μνήμες του Τερτσέτη, του Πολυζωϊδη, του Σαρτζετάκη, του Δελαπόρτα και ποιος ξέρει πόσων άλλων ανώνυμων ή και επώνυμων που εγώ δεν γνωρίζω και τους ξέρουν οι συνάδελφοί τους, τριγυρνάνε σαν διαμάντια ανθρωπισμού σε σκοτεινές στοές και ψάχνουν τη δικαίωση των αγώνων αυτών των ανθρώπων.
Γιώργος Παπανικολάου
19 Δεκέμβρη 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου